- κακοδοξίας
- κακοδοξίᾱς , κακοδοξίαbad reputefem acc plκακοδοξίᾱς , κακοδοξίαbad reputefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο … Dictionary of Greek
Βασιλάκης, Νικηφόρος — (12ος αι.). Λόγιος. Ήταν κληρικός, αλλά καθαιρέθηκε με την κατηγορία της κακοδοξίας (1156). Έγραψε αρκετούς στίχους, μεταξύ των οποίων και σατιρικούς. Μερικά ανέκδοτα έργα του σώθηκαν στον κώδικα ΥΠ 10, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Εσκοριάλ … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия